Λεπτό λεπτό περιέγραψε ο αστυνομικός στο απολογητικό του υπόμνημα τα όσα έγιναν το βράδυ του περασμένου Σαββάτου στην Αλίαρτο και είχαν σαν αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας 17χρονος.
«Αρνούμαι κατηγορηματικά την κατηγορία που μου αποδίδεται, ότι δηλαδή έχοντας ενδεχόμενο δόλο αφαίρεσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τη ζωή του αειμνήστου σχεδόν 18χρονου, όπως επίσης αρνούμαι και την κατηγορία της παράνομης εκτέλεσης πυροβολισμού εξουδετέρωσης, ενώ ο θάνατος του ανωτέρω, όπως θα εξηγήσω οφείλεται σε εκπυρσοκρότηση του όπλου μου, χωρίς εγώ ποτέ να πατήσω τη σκανδάλη, κατόπιν ενέργειας, πιθανώς από φόβο και πανικό, του αειμνήστου θανόντος» ήταν τα πρώτα του λόγια.ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η πρώτη κλήση όπως αναφέρει που δέχονται για το όχημα είναι στις 23:20. Η κλήση έκανε λόγο για ένα αυτοκίνητο μάρκας ΒΜW, χρώματος μαύρου, με σκούρα φιμέ τζάμια και σβηστά φώτα, χωρίς να μπορεί ο πρώτος αστυνομικός να διακρίνει τον αριθμό επιβαινόντων.
«Γύρω στις 23.30 ένα σκούρο ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ΒΜW, πέρασε από μπροστά μας με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας σβηστά τα φώτα και πίσω μακριά του ακολουθούσε ένα περιπολικό με αναμμένο το φάρο του. Αμέσως αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για το ύποπτο όχημα που καταδίωκε ο σταθμός του Α.Τ. Αλιάρτου και αμέσως ξεκινήσαμε να το ακολουθούμε, κάνοντας αμέσως χρήση τόσο των φωτεινών σημάτων του οχήματός μας, όσο και της κόρνας.
Ο οδηγός του ύποπτου οχήματος άναψε τα φώτα του και έστριψε δεξιά στη διασταύρωση Καναβαρίου με κατεύθυνση προς Νεοχώρι. Για να καταφέρουμε να τον πλησιάσουμε, χρειάστηκε να αναπτύξω μεγάλη ταχύτητα, φτάνοντας μέχρι και τα 160 χλμ/ώρα, ενώ όλη αυτή την ώρα ο οδηγός του ύποπτου οχήματος κινούνταν επίτηδες δεξιά – αριστερά, βγαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα, για να μην τον εγκλωβίσουμε, και δεν υπάκουε ούτε στα φωτεινά ούτε στα ηχητικά σήματά μας».ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
«Περιστατικό υψηλού κινδύνου»
Λίγη ώρα αργότερα το μαύρο όχημα εγκλωβίζεται σε έναν μονόδρομο με τον αστυνομικό να υποστηρίζει:
«Αμέσως, σταμάτησα πίσω ακριβώς από το ύποπτο όχημα ευρισκόμενος σε απόλυτη υπερδιέγερση και έχοντας τεταμένη την προσοχή μου στον υπέρτατο βαθμό, λόγω του ότι, όπως έχει καταθέσει και ο μάρτυρας αστυνομικός, ο οποίος συντόνιζε την επιχείρηση, το περιστατικό είχε χαρακτηριστεί απόλυτα υψηλού κινδύνου και γι’ αυτό είχαν ενεργοποιηθεί να έρθουν προς το μέρος που εγώ βρισκόμουν με κίνδυνο της ζωής της δικής μου αλλά και του συναδέλφου, άπασες οι διαθέσιμες αστυνομικές δυνάμεις της Δ.Α.. Βοιωτίας.
Όπως προανέφερα, καθ’ όλη τη διάρκεια του συμβάντος είχαμε αναγκαστεί να ακολουθήσουμε με ένα ταλαιπωρημένο τζιπ ένα “φτιαγμένο” ΒΜW, με κατάμαυρα τζάμια, όπως έχει προκύψει απ’ όλες τις καταθέσεις αλλά και από το βίντεο-ηχητικό ντοκουμέντο, μη γνωρίζοντας, αφού ήταν αδύνατο να δούμε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, ακόμη και όταν σταματήσαμε και από απόσταση λίγων μέτρων, πόσοι ήταν οι επιβάτες, τι ηλικίας ήταν, αν ήταν οπλισμένοι ή όχι, και το κυριότερο ποια ήταν η προσωπικότητά τους, αν δηλαδή ήταν εγκληματίες ή όχι, κάτι το οποίο σύμφωνα με τα όσα είχαν προηγηθεί αλλά και με το θράσος με το οποίο αγνοούσε τις εντολές του προηγούμενου από εμένα συναδέλφου να σταματήσει, αλλά και τον τρόπο, με τον οποίο οδηγούσε, για να αποφύγει τη σύλληψή του, μας είχε οδηγήσει στη βεβαιότητα ότι πρόκειται περί σοβαρού ή σοβαρών κακοποιών».
«Η στιγμή που πλησίασα στο αυτοκίνητο»
»Με αυτή την υποδομή των σκέψεών μου, κατέβηκα αυτόματα από το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, αφήνοντας τον συνάδελφό μου να με καλύπτει και να εξασφαλίσει και την ασφάλεια του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, γιατί δεν γνωρίζαμε εάν αυτοί που θα αντιμετωπίζαμε, ήταν μόνο επιβάτες του συγκεκριμένου αυτοκινήτου ή εφόσον ήταν επικίνδυνοι κακοποιοί, μας είχαν παγιδεύσει σε συγκεκριμένο σημείο, όπου θα τους περίμεναν πιθανοί συνεργοί τους, όπως ίσχυε με την περίπτωση του επικίνδυνου εγκληματία, όταν είχε δραπετεύσει και παγίδευσαν τους συναδέλφους μου στο Δίστομο Βοιωτίας, όπου και εκτέλεσαν εν ψυχρώ έναν από αυτούς. Ακολούθως, κινήθηκα προς την πλευρά της πόρτας του οδηγού φωνάζοντας δυνατά “ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”, “ΣΒΗΣΤΟ”, “ΚΑΤΕΒΑ ΚΑΤΩ”, “ΣΤΑΜΑΤΑ”, χωρίς να έχω ακόμα βγάλει από τη θήκη του το όπλο μου, όπως βεβαιώνει και αυτόπτης μάρτυρας . Όταν ο οδηγός αγνόησε τις σαφείς εντολές μου, αναγκάστηκα, επειδή το όχημα ήταν εγκλωβισμένο και ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να τον ακινητοποιήσω καθώς έδειχνε διάθεση να διαφύγει πάλι, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή μου, αφού θα μπορούσε ο οδηγός να είναι ένοπλος και να με πυροβολήσει, να κινηθώ από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, χωρίς να κρατάω όπλο αρχικά, να χτυπήσω με το χέρι μου το τζάμι της πόρτας του οδηγού απαιτώντας για άλλη μια φορά να σβήσει τη μηχανή, να ανοίξει την πόρτα και να εξέλθει του αυτοκινήτου».
«Πότε έβγαλα το υπηρεσιακό όπλο»
»Όταν και για δεύτερη φορά ο οδηγός του ύποπτου οχήματος αδιαφόρησε για τις εντολές μου (όπως ακούγεται στο βίντεο-ηχητικό ντοκουμέντο, ενώ ακούγονται οι εντολές μου, παράλληλα ακούγεται να είναι αναμμένη η μηχανή του ύποπτου αυτοκινήτου και μάλιστα ακούγονται μαρσαρίσματα), και επειδή δεν μπορούσα να δω πόσα άτομα ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, αφού παρά τα φώτα, τα τζάμια ήταν κατάμαυρα και δεν έβλεπα τίποτα, έβγαλα το υπηρεσιακό μου όπλο από τη θήκη, με το δεξί μου χέρι, μάρκας “Ηκ Ρ30” διαμετρήματος 9mm, το οποίο δεν έχει ασφάλεια (όπως φαίνεται και από τα χαρακτηριστικά του όπλου), το όπλισα και συνέχισα να φωνάζω στον οδηγό να βγει έξω και να σβήσει τη μηχανή.
Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα, που δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα ακριβώς, λόγω και της εντάσεως των στιγμών, με το αριστερό μου χέρι άνοιξα την πόρτα του οδηγού, και για πρώτη φορά είδα, όσο μπορούσα να δω μες στο σκοτάδι. Ότι στη θέση του οδηγού ήταν ένας άντρας που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να υπολογίσω την ηλικία του, ούτε τη σωματική του διάπλαση, αλλά ο οποίος είχε στοιχεία επικινδυνότητος, όπως αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός το οποίο προέκυψε αργότερα κατά την έρευνα στο αυτοκίνητο, όπου στην ανοιχτή θήκη της πόρτας του οδηγού, ευρέθη ένα επικίνδυνο όπλο με μεγάλη λάμα, όπως αποδεικνύεται και από τη σχετική φωτογραφία. Στη δε ανοιχτή θήκη της πόρτας του συνοδηγού, ανευρέθη ένα μεγάλο κατσαβίδι το οποίο είναι εντελώς άσχετο με την ηλικία και τις καθημερινές ενασχολήσεις του θύματος του αδελφού του και της μητέρας τους».
Η στιγμή του πυροβολισμού
«Αφού, λοιπόν άνοιξα την πόρτα του οδηγού, και έχοντας λάβει προφυλάξεις ούτως ώστε το σώμα μου να βρίσκεται εκτός του ανοίγματος της πόρτας του οδηγού, και συγκεκριμένα στο σημείο όπου χωρίζονται η πίσω από την μπροστινή πόρτα, και κρατώντας στο δεξί μου χέρι το υπηρεσιακό μου όπλο επανειλημμένα φώναζα “ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”, “ΚΑΤΕΒΑ ΚΑΤΩ”. Με το αριστερό μου χέρι άρπαξα τον αείμνηστο από τον δεξιό ώμο, σκύβοντας μέσα στο αυτοκίνητο, αφού αντιστεκόταν και αρνιόταν να εξέλθει του αυτοκινήτου.
Σ’ αυτό το σημείο ο αείμνηστος, είχε πλέον με το πάνω μέρος του σώματός του στραφεί σε μια θέση με κλίση αριστερά εμπρός – σκύψιμο και ενώ το δεξί μου χέρι, που κρατούσε το όπλο βρισκόταν πολύ κοντά σε απόσταση περίπου 50-60 εκατοστών από το σώμα του αειμνήστου, μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ συγχρόνως συνέχισα να τον τραβώ από τον ώμο για να τον βγάλω έξω, σε εκείνο το χρονικό σημείο που το σώμα του κινούμενο πλησίασε το δεξί μου χέρι, εκείνος πιθανότατα από φόβο, λόγω του ότι το όπλο ήταν πολύ κοντά του, έκανε τη μοιραία κίνηση με το εξωτερικό μέρος της παλάμης του, και φέρνοντας το χέρι του μπροστά στην κάνη, απώθησε με βίαιο τρόπο το όπλο μου, με αποτέλεσμα αυτό να εκπυρσοκροτήσει, γιατί αυτή η βίαιη κίνηση του προκάλεσε την ενεργοποίηση της σκανδάλης χωρίς εγώ ποτέ να την πατήσω.
Γι αυτό άλλωστε, όπως προκύπτει από το βίντεο ηχητικό ντοκουμέντο η ανθρώπινη αντίδραση μου είναι η με ουρλιαχτά και λυγμούς φράση «τι έκανες ρε φίλε». Δυστυχώς το όλο συμβάν, οφείλεται σε μια τραγική συγκυρία, αφού εάν η κάννη του όπλου είχε μετά την ενέργεια του αειμνήστου θύματος μετατοπιστεί έστω και για ένα εκατοστό πιο κει, το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό και θα τον είχαμε κοντά μας.
Με το που άκουσα τον πυροβολισμό, γύρισα ενστικτωδώς, για να δω από πού προήλθε ο πυροβολισμός και γυρνώντας ξανά είδα τον οδηγό αιμόφυρτο, οπότε εγώ ευρισκόμενος σε κατάσταση σοκ και κλαίγοντας φώναζα “Φίλε…ΤΙ ΛΕΣ;… ΤΙ ΛΕΣ;.. Φίλε… Σε παρακαλώ…. Φίλε… ΤΙ ΛΕΣ;… Όχι Θεέ μου δεν μπορώ. Όχι δεν μπορώ.. Γιατί Θεέ; Δεν βγήκε έξω; Γιατί το αμάξι δεν σταμάτησε;.. Γιατί δεν σταμάτησες ρε φίλε; γιατί ρε Θεέ μου;”, όπως προκύπτει και από το βίντεο – ηχητικό ντοκουμέντο της δικογραφίας».